- φανταχτός
- και σφανταχτός, -ή, -ό, Νβλ. φανταστός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φανταχτός — φανταχτός, ή, ό και σφανταχτός, ή, ό φανταχτερός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαργοφάνταχτος — η, ο αυτός που εντυπωσιάζει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα + φανταχτός] … Dictionary of Greek
αλαφροφάνταχτος — η, ο 1. ο αλαφροφαντασμένος* 2. ο αλαφρόστοιχος 3. (για κεντήματα) ο εντυπωσιακός μέσα στην απλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + φανταχτός] … Dictionary of Greek
φανταστός — ή, ό / φανταστός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτός και σφανταχτός, ή, ό Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τόν φανταστεί. επίρρ... φανταστῶς Α με φανταστό τρόπο … Dictionary of Greek
φανταχτερός — και σφανταχτερός, ή, ό, Ν (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί ζωηρή εντύπωση με την εξωτερική του εμφάνιση, εντυπωσιακός, χτυπητός (α. «πολύ φανταχτερός τύπος» β. «φανταχτερό φόρεμα»). επίρρ... φανταχτερά Ν με φανταχτερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
φιγουράτος — η, ο 1. αυτός που κάνει εντύπωση με την εμφάνισή του: Φιγουράτη γυναίκα. 2. λουσάτος, φανταχτός, φανταχτερός, χτυπητός: Φιγουράτη γραβάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)